καρποί, οἱ
Ερμηνεία:
[ο καρπός, του καρπού] [το βρώσιμο προϊόν των φυτών και των δένδρων που προκύπτει μετά τη γονιμοποίηση τη ωοθήκης των ανθέων τους, γέννημα, γόνος, προϊόν]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) Καινή Διαθήκη 66 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρπο ὶἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|